παρεξελκύσωσι

παρεξελκύσωσι
παρά-ἐξέλκω
draw
aor subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεξέλκω — Μ [εξέλκω] παρασύρω κάποιον, τόν οδηγώ κάπου με απάτη («ἔργον ποιούμενοι ὅπως Ῥωμαίων τινὰς δόλῳ ἐπὶ τὴν κατὰ νώτου ἐλλοχῶσαν παρεξελκύσωσι στρατιάν», Κίνναμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”